- συγγραμμάτιον
- συγ-γραμμάτιον, τό, Dim. of σύγγραμμα, Luc.Herod.1, Longin.1.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγγραμμάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγραμμάτιον — τὸ, Α [σύγγραμμα, άμματος] υποκορ. τού σύγγραμμα … Dictionary of Greek
συγγραμμάτια — συγγραμμάτιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)